- διογκώνομαι
- διογκώνομαι, διογκώθηκα, διογκωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απογκώ — ἀπογκῶ ( έω) (Α) [όγκος] διογκώνομαι … Dictionary of Greek
διαίρω — (AM) [αίρω] μσν. παίρνω μαζί μου κάτι κρυφά από τους άλλους αρχ. 1. ανυψώνω, εγείρω, σηκώνω 2. εξεγείρω, παρακινώ 3. μεταφέρω, μετακινώ 4. διαίρομαι α) διογκώνομαι, ανυψώνομαι β) (η μτχ. παρακμ.) διηρμένος αυτός που έχει μεγαλοπρεπές ύφος … Dictionary of Greek
ενοιδέω — ἐνοιδέω (Α) [οιδώ( έω)] πρήζομαι, εξογκώνομαι, διογκώνομαι … Dictionary of Greek
επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
οίδομαι — οἴδομαι (Α) πρήζομαι, διογκώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστ. τού ρ. οἰδῶ, σχηματισμένος πιθ. προκειμένου να ερμηνευθεί η παραγωγή τού ουσ. οἴδμα*] … Dictionary of Greek
ογκύλλομαι — ὀγκύλλομαι και ὀγκυλοῡμαι, όομαι (Α) 1. διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι 2. μτφ. επαίρομαι, υπερηφανεύομαι («ὠγκυλωμένος υπερήφανος», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκυλον (πρβλ. αγκύλος: αγκύλλω)] … Dictionary of Greek
οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… … Dictionary of Greek
παρογκούμαι — όομαι, Α [ογκούμαι] διογκώνομαι ελαφρά, γίνομαι κάπως κυρτός, καμπύλος … Dictionary of Greek
σπληνούμαι — όομαι, Α [σπλήν/σπληνίον] 1. (για τραύμα) περιβάλλομαι με σπληνίο, επιδένομαι 2. (για όργανο τού σώματος) διογκώνομαι … Dictionary of Greek
συνδιογκούμαι — όομαι, Α [διογκῶ, οῡμαι] διογκώνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek